Επίκαιρα/1970-1974
Ένας κύκλος στο χιόνι... ( 26-12-1974 )




Τεύχος 34

Έκανε κρύο τσουχτερό και δεν ήξερε που να βάλει τα χέρια του. Η μικρή σόμπα που στεκόταν στη μέση της παράγκας μόλις που κατάφερνε να ζεστάνει το στρογγυλό της εαυτό. Τα λίγα ξύλα που είχαν μείνει ήταν βρεγμένα κι όταν τα έριχνε μέσα έκαναν περισσότερο καπνό από ζέστη… Σκεπτόταν τι θα γινόταν όταν θα ήταν ώρα να πλαγιάσει στο κρεβάτι και κανείς δε θα τάιζε τη σόμπα του την Αλίκη. Πώς του ‘ρθε και την έβγαλε Αλίκη ούτε που ήξερε. Μάλλον κάτι του θύμιζαν τα στραβά της πόδια.

Η παράγκα ήταν στην άκρη ενός μεγάλου οικόπεδου. Το οικόπεδο ήταν γεμάτο παλιά αυτοκίνητα, σιδερικά λογιών- λογιών, μηχανές, ρόδες, τρύπια λάστιχα.

Ο ίδιος ήταν ο ιδιοκτήτης- φύλακας- παλιατζής, κι η παράγκα ήταν το γραφείο και το σπίτι του κι απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, κι ο τάφος του κάποια μέρα. Και ήταν παραμονή και δεν είχε ούτε μια τηλεόραση να δει τουλάχιστον πώς διασκεδάζουν οι άλλοι άνθρωποι...

Με λίγα λόγια, η κατάσταση, είπε στον εαυτό του, δεν εμπνέει καμία αισιοδοξία…

Άκουσε έναν ήχο…Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο αλλά δεν είδε τίποτα εκτός απ’ το σκοτάδι και το χιόνι. Μετά σκέφτηκε ότι δεν άκουσε αλλά αισθάνθηκε τον ήχο…

«Το κρύο μου παίζει άσχημα παιχνίδια», ψιθύρισε.

Ο ήχος ξαναγύρισε. Πιο κοντά αυτή τη φορά. Σα να ερχόταν από παντού. Από ψηλά; Περπάτησε στην πόρτα καθώς ο ήχος βγήκε από το σώμα του και πέρασε απ’ τα’ αυτιά του στο κέντρο της ακοής.

Άνοιξε την πόρτα κι ένα αχνό, πράσινο φως φώτισε πρώτα τα πόδια του, μετά το σώμα του, μετά το πρόσωπό του. Κοίταξε προς τα επάνω. Τα σύννεφα φωτίζονταν από πάνω και το πράσινο φως περνούσε απ’ τις άκρες τους δείχνοντας πού χωρίζει το ένα από τ’ άλλο. Και ο ήχος μεγάλωνε… μεγάλωνε… Έμεινε ακίνητος. Το φως έγινε πιο δυνατό και, ξαφνικά, τα σύννεφα άνοιξαν κι ένας κύκλος από λευκοπράσινο φως γράφτηκε στην κατάμαυρη βάση τους. Το χιόνι σταμάτησε να πέφτει. Ο κύκλος χαμήλωνε αργά. Ένας κώνος από φως έγραψε έναν κύκλο πάνω και γύρω απ’ την παράγκα.

Με κομμένη την αναπνοή συνέχισε να κοιτά. Ο κύκλος έφθασε στα πέντε μέτρα και τότε είδε το σκάφος. Ένας μαύρος κύλινδρος. Μια σειρά από τρύπες στο κάτω μέρος. Απ’ αυτές έβγαινε το φως.

Ο ήχος μεγάλωσε, έμοιαζε με τον ήχο που κάνουν τα καλώδια υψηλής τάσης με τον άνεμο, και μετά σταμάτησε. Το σκάφος κάθισε στη γη.

Είχε παγώσει τελείως αλλά ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν απ’ το κρύο. Σκέφτηκε τον Λοτ…

Ένα παραλληλόγραμμο φωτίστηκε στην περιφέρεια του κυλίνδρου.

Είδε τρεις σκιές. Σαν ανθρώπινες. Οι σκιές κινήθηκαν. Έμεινε ακίνητος. Οι σκιές περπάτησαν στο χιόνι προς το μέρος του… Έμεινε ακίνητος.

Ένας απ’ τους τρεις ταξιδιώτες τον ακούμπησε στο χέρι. Δεν αντέδρασε. Τα πρόσωπά τους χαμογελούσαν. Άρχισαν να περπατούν. Έφθασαν στο σκάφος. Δε σκέφτηκε καν να αντιδράσει. Το άγνωστο ήταν καλύτερο από το κρύο, την παράγκα και την Αλίκη. Μπήκε μέσα. Η ‘‘πόρτα’’ έκλεισε πίσω τους ή μήπως δεν υπήρχε πόρτα;

Τον οδήγησαν, ανάμεσα από ολοφώτεινους διαδρόμους. Το φως ερχόταν από παντού. Ακόμη κι απ’ το πάτωμα. Τον οδήγησαν σ’ ένα ακόμη πιο φωτεινό δωμάτιο. Τον έβαλαν να ξαπλώσει σε μια πολυθρόνα και τον έδεσαν. Τώρα άρχισε ν’ ανησυχεί.

Ο ήχος ξαναγύρισε στο σώμα του πριν προλάβει να φοβηθεί… Και μετά αισθάνθηκε τα μάτια του να υποχωρούν στις κόγχες τους, το σώμα του να βαραίνει, το στομάχι του να αισθάνεται σα να πρόκειται ν’ αδειάσει μέσα στο σώμα του. Το μαρτύριό του κράτησε γύρω στο ένα λεπτό και μετά το σκάφος ήταν σε ελεύθερη πτώση και το σώμα του δεν είχε κανένα βάρος και άρχισε να νοιώθει τα πρώτα συμπτώματα της ναυτίας. Κοίταξε αριστερά. Οι τρεις άνθρωποι, μέσα στις γαλάζιες μεταλλικές στολές τους, που ιρίδιζαν με χίλια δύο χρώματα, τον κοιτούσαν χαμογελώντας…

Πέρασε λίγη ώρα ακόμη… Δέκα λεπτά; Μια ώρα; Δεν μπορούσε να πει. Και ξαφνικά αισθάνθηκε πάλι τα μέλη του βαριά και τα μάτια του να υποχωρούν στις κόγχες των ματιών του και το στομάχι του να θέλει ν’ αδειάσει στο σώμα του.

Με πήγαν σε άλλον πλανήτη, σκέφτηκε… Τον σήκωσαν από την πολυθρόνα. Τον πλησίασαν στον πίνακα των οργάνων. Σε μια οθόνη είδε ένα κομμάτι γης. Το σκάφος στεκόταν ακριβώς από πάνω του.

Ένας κώνος λευκοπράσινο φως έφευγε προς το έδαφος και φώτιζε μια παράγκα που δε διέφερε απ’ τη δική του. Το σκάφος άρχισε να κατεβαίνει. Ακούμπησε κάτω απαλά. Οι τρεις συνοδοί του τον οδήγησαν έξω από το παραλληλόγραμμο. Περπάτησαν προς την παράγκα. Ήταν ένα φως στη χαραμάδα της πόρτας. Την έσπρωξαν ανοιχτή…

Κοίταξε, και κοίταξε, και κοίταξε και μόνο χαμογέλασε…

Οι συνοδοί του ακούμπησαν στο έδαφος δυο φωτεινά αντικείμενα… Ήταν μια γυναίκα κι ένας άντρας στην καλύβα. Έσκυψαν το κεφάλι σε συγκατάνευση… Όταν ξαναγύρισε στην παράγκα του, η Αλίκη κόντευε να σβήσει.

Βάζω στοίχημα ότι κανείς δεν πρόκειται να με πιστέψει, σκέφτηκε. Έβαλε ένα ξύλο στον κύλινδρο της σόμπας και είπε στην Αλίκη ότι σα να ‘χει την εντύπωση ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα… Οι Τρεις Μάγοι δεν ήταν μόνο μορφές των παραμυθιών.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ



      'Αλλα 'Αρθρα

 
     
  Σχεδίαση, Φιλοξενία: Τεχνόπολις Α.Ε. - © 2006-2008 Powered by