Επίκαιρα/1970-1974
Ποιος σκοτώνει τα ζώα; ( 11-07-1974 )





Η ώρα περασμένη. Κοντά μεσάνυχτα. Η Λεωφόρος Βουλιαγμένης σχεδόν άδεια. Καλή ώρα για να περάσουν το δρόμο τα ζώα της περιοχής. Αδέσποτα σκυλιά και γάτες που ψάχνουν στα σκουπίδια για λίγη τροφή.

Καλή ώρα για να κάνη σπορ ο κύριος με το λευκό Πόλσκι με τα φυμέ τζάμια. Κι ο άλλος που ακολουθεί με το πράσινο παπαγαλί Σίμκα. Το σπορ των πολιτισμένων αυτών ανθρώπων είναι το ξεκοίλιασμα μικρών ζώων.

Το έχω δει πολλές φορές, τα ξαναβλέπω τώρα. Είναι “παρέα” τα δυο αυτοκίνητα καθώς φαίνεται. Είχαν πάει να “φάνε” κάπου “στις παραλίες” και τώρα επιστρέφουν στα τριάρια τους. Και για να σπάσουν την ανία τους βάλθηκαν να εξοντώσουν κάθε μικρό ζώο που τυχαίνει να βρεθή στο δρόμο τους. Συνάντησαν πρώτα μια άτυχη γάτα κοντά στην Καραπάνου. Περνούσε το δρόμο τρομαγμένη και κοντοστάθηκε με το πλησίασμα του Πόλσκι. Στη μέση του δρόμου σχεδόν. Κι ο βραχοκέφαλος “σπόρτσμαν” έστριψε το τιμόνι του, σημάδεψε το γατί με τον δεξιό τροχό του και πέρασε από πάνω του. Ο “Σίμκας” χάρηκε πολύ με την “επιτυχία” του φίλου του και φρόντισε ν’ αλλάξη τροχιά για να πατήση κι αυτός το πτώμα. Φρενάρησα με το στομάχι στο στόμα και πήγα για λίγο σιγά, δεξιά στο δρόμο για να συνέλθω. Η αηδία που ένοιωσα με την πράξη αυτή των υποκειμένων έδωσε τη θέση της στην τυφλή οργή. Τους πλησίασα και τους ρώτησα, γιατί το έκαναν αυτό, λες και δεν υπήρχε έτοιμη απάντηση στην ερώτηση.

Ο “Σίμκας”, κύριος “καθωσπρέπει”, με τετράπαχη κυρία δίπλα και “φιλικό ζευγάρι” πίσω, μου απάντησε κατάλληλα, συμπληρώνοντας ότι είμαι “τεντυμπόυς” (γιατί οδηγούσα τη μοτοσυκλέτα μου). Ο “Πόλσκις” δοκίμασε να σε σκοτώση φρενάροντας απότομα εμπρός μου, αφού πρώτα άλλαξε απότομα λωρίδα.

Έμεινα πίσω αφ’ ενός γιατί φοβήθηκα το δικό μου ξεκοίλιασμα και αφ’ ετέρου γιατί θέλησα να συγκεντρώσω όλα τ’ αποθέματα μίσους γι’ αυτήν τη συνομοταξία των συμπατριωτών μου. Μου χρειαζόταν, όχι για να γράψω αυτό το άρθρο αλλά για να μπορέσω να κάνω κάτι κάποια ημέρα γι’ αυτούς τους εκτελεστάς.

Το μακάβριο σπορ όμως δεν έμελλε να τελειώση εκεί. Οι “κύριοι”, θιγμένοι από τις παρατηρήσεις ενός πτωχού αναβάτου δικύκλου, έβραζαν. Κι ήθελαν με κάθε τρόπο ν’ αποδείξουν πόσο γενναίοι, πόσο σκληροί άντρες είναι, που “καθαρίζουν” μόλις λάχει.

Κι έλαχε.

Ένας σκυλάκος περνούσε το δρόμο κοντά στη διασταύρωση της Δάφνης.

Και οι “κύριοι” τον ξεκοίλιασαν κι αυτόν εμπρός στα μάτια μου για να μου “δείξουν” και μετά άρχισαν να κάνουν κορδελάκια στον έρημο δρόμο για να μη μ’ αφήσουν να περάσω.

Κι όταν κάποτε κατάφερα να τους βγω εμπρός, από τα ανοιχτά τους παράθυρα ακούστηκε ο Ελληνικός Τίτλος που απονέμεται εύκολα σε καθέναν που δεν συμφωνεί με τις απόψεις μας είτε πρόκειται για το αλάτι στο φαγητό, είτε για το μέλλον της ίδιας μας της χώρας.

Μακριά τους, με το στομάχι κουβάρι, με δάκρυα λύσσας στα μάτια, με την ευχή να γίνουν κομμάτια κι οι δυο έφθασα στο σπίτι μου.

Έσβησα τη μηχανή, έβγαλα το κράνος και τα γάντια μου και τ’ ακούμπησα στη μοτοσυκλέτα.

Κάθισα στο πεζούλι, κάτω απ’ ένα λαμπρό φεγγάρι. Η Κήφη, η γάτα που ζη μαζί με τα τέσσερα μικρά της στον κήπο, ήλθε και τρίφτηκε στα πόδια μου κι έκανε σαν καλολαδωμένη μηχανή του καφέ. Ήλθαν και τα μικρά που νιαούρισαν για το φαΐ τους.

Εμπρός στο δρόμο, η συμμορία των Σικελών, που αποτελείται από πέντε αδέσποτους σκύλους απίθανων συνδυασμών, κυνηγούσε τις ουρές της.

Στο νου μου ήλθαν οι σάρκες των λειωμένων μικρών ζώων. Οι εκτελεσταί. Οι “σπόρτσμεν”. Και μετά ακολούθησαν με κινηματογραφική ταχύτητα οι τύποι των χιλιάδων εκτελεστών αυτής της χώρας. Οι χοντροκομμένοι, που καταστρέφουν τα παλιά σπίτια. Οι αγριάνθρωποι, που κόβουν τα δέντρα, που πετάνε τις σκουπιδοσακκούλες τους στο γειτονικό οικόπεδο, που φτύνουν απ’ τ’ αυτοκίνητά τους, που βρωμίζουν τις θάλασσες, τα λεωφορεία, τους κινηματογράφους. Ήλθαν οι εκτελεσταί κάθε ωραίου. Ήλθαν οι μουστακαλήδες, βαρύμαγκες, χοντροί, κοντοί με παντελόνια πάνω απ’ τον αστράγαλο και 18 πόντους φάρδος. Με τα μυτερά παπούτσια και τις ριγωτές κάλτσες. Με τα κοντομάνικα πουκάμισα με την “ταυτότητα” και την τσατσάρα στο μικρό τσεπάκι.

Σκέφθηκα πόσο όμορφη θα μπορούσε να ήταν αυτή η χώρα με τέτοιες θάλασσες και τέτοιον ήλιο.

Σκέφθηκα την οργή μου λίγη ώρα πριν… Όταν οι κύριοι με τις κούρσες πάτησαν τα μικρά ζώα… Και σκύβοντας στη γάτα Κήφη και τα παιδιά της χαμογέλασα και τους είπα:

«Είστε τυχερά που ζήτε εδώ στην ερημιά». Κι η οργή μου έδωσε τη θέση της στη λύπη και σε μια μαύρη οθόνη που σκέπασε τα πάντα σε μια ακτίνα εκατό μέτρων και επτά ημερών.

Μέχρι εκεί, γάτα Κήφη, είναι η ακτίνα δράσης μας. Πέρα απ’ εκεί κανείς δεν ξέρει τί μπορεί να του συμβεί. Αν είναι γάτα, μπορεί να ξεκοιλιαστεί. Και τώρα που το σκέφτομαι το ίδιο ισχύει και για μένα.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ

      'Αλλα 'Αρθρα

 
     
  Σχεδίαση, Φιλοξενία: Τεχνόπολις Α.Ε. - © 2006-2008 Powered by