Εφημερίδες/Πρώτο Θέμα/2005
Περί βλακείας... ( 21-08-2005 )





Παρακάμπτοντας το γεγονός ότι, «απαγορεύεται δια ροπάλου να μιλάει κανείς πολύ και να περιαυτολογεί διότι κινδυνεύει να θεωρηθεί βλαξ» θα δεχτώ την εξήγηση του Ρόμπερτ Μούζιλ στο «Περί Βλακείας» πόνημά του (εκδόσεις Ολκός) που λεει ότι, «...οι μόνοι που επιτρέπεται, εν ονόματι των ανθρώπων, να διηγούνται πως απόλαυσαν το γεύμα τους και πως ο ήλιος λάμπει  στον ουρανό, που επιτρέπεται να ανοίγουν τη καρδιά τους, να αποκαλύπτουν μυστικά, να ομολογούν πράγματα, να λογοδοτούν (χωρίς διακριτικότητα) για τη προσωπική τους ζωή είναι οι λογοτέχνες...». Και οι δημοσιογράφοι θα πρόσθετα που επιστρέφοντας από τις διακοπές μεταβάλλονται σε δυνητικούς λογοτέχνες παρ’ ότι κινδυνεύουν να ενταχθούν στη μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα όλων των λαών. Το μόνο ίσως που με σώζει είναι ότι, έχω να πάω διακοπές από το 1992. Από τότε προσθέτω μία-δύο μέρες στα σαββατοκύριακα του Ιουλίου και του Αυγούστου, και πηγαίνω εκεί που κάνουν διακοπές οι ...φίλοι μου. Τις περισσότερες φορές το ταξίδι γίνεται με ένα μικρό αεροπλάνο που νοικιάζω από την Αερολέσχη. Αυτή είναι μία μορφή ψυχοθεραπείας αφού, μόλις καθίσω στη θέση του πιλότου αισθάνομαι σαν τον Snoopy που πιστεύει ότι είναι πιλότος του 1ου Π.Π.  Φεύγω από το Τατόι περνάω πάνω από το σπίτι της Ζωής Παπαθανάτου, Χολαργός 2500, Ελληνικό 1500, Φλέβες 500 (πόδια) και κάτω (για να μην ενοχλήσω τη τελική του «Βενιζέλου») και ύστερα Πάτροκλος, Μακρόνησος, Κέα 1500. Από εκεί σε όποιο νησί βρίσκονται οι εντιμότατοι φίλοι μου. Στη Κάρπαθο, στη Κάσο, στην Αστυπάλαια, ακόμα και  στη ...Μύκονο στο σπίτι του εκπαιδευτή μου Ηλία Σοφιανού.

 

Τελευταία πήγα Κουφονήσι. Προσγειώθηκα Νάξο, με ταξί στο Βόλακα (€50), στο νησί με τη λάντζα, (€10) αν έχει άλλους επιβάτες και €50 αν πας solo. Ως εδώ καλά γιατί, μόλις πάτησα στη στεριά παραλίγο να με παρασύρει αυστραλοπίθηκος με Mercedes 230SLK. Αν σκεφτούμε ότι, το «οδικό δίκτυο» του νησιού δε ξεπερνάει τα ...5 χιλιόμετρα καταλαβαίνουμε τι  κάφρος πρέπει να είσαι για να πας με «μερσεντέ» για να μην μιλήσω για τα 100 4Χ4 και τις λοιπές φαλλικές προεκτάσεις του νεοέλληνα. Το αποτέλεσμα της εισβολής της γυφτιάς είναι, ένας από τους τελευταίους «παράδεισους» να μεταβάλλεται ταχύτητα σε μίνι Μύκονο και του χρόνου να είναι (Μύκονος). Όμως στο Κουφονήσι, όπως και σε άλλα  νησιά, το πρόβλημα δε βρίσκεται τόσο στα αυτοκίνητα όσο στα κρο μανιόν που τα οδηγούν. Τρέχουν με «χίλια», σηκώνοντας σύννεφα σκόνης που «κάθεται» στο φρέσκο(από τη Μοζαμβίκη), ψάρι και στα κατεψυγμένα (απ’ το Μαρόκο) χταπόδια. Η σωτηρία ήλθε με το «φουσκωτό» του Ρουμελιώτη που μας πήγε στα γύρω νησιά, που θα ήταν παράδεισοι αν, οι δυναμίτες δεν είχαν εξαφανίσει κάθε μορφή ζωής. Βυθοί που, όπως έλεγαν παλιοί ψαροντουφεκάδες, έσφυζαν από ζωή τώρα θυμίζουν σεληνιακό τοπίο.

 

Παρ’ όλα αυτά και το γεγονός ότι γα να φας τα κατεψυγμένα μπορεί να πληρώσεις και €40 το άτομο το νησί θυμίζει (ακόμα) Ελλάδα του ’60. Αυτό, συν ότι υπάρχουν μερικά καλά καταλύματα (δοκιμάστε το «Αίολος» ή το Daphnis’s Studios) είναι αρκετό για να ξαναπάς. Βέβαια, το σύμπλεγμα των νησιών «πάει χαμένο» χωρίς φούσκα αφού, πέρα και πάνω από τους τους δυναμίτες, είναι σπαρμένο με πανέμορφες παραλίες και φυσικά λιμάνια, ότι πρέπει όταν σε βρίσκουν τρία μπουρίνια σε δύο ώρες.

Πήγα και στη Κάρπαθο. Άκουγα και διάβαζα για το νησί αλλά δεν ήξερα ότι είναι τόσο ωραίο. Τα βουνά είναι τα ψηλότερα στο Αιγαίο, μόνιμα στεφανωμένα με σύννεφα, με πυκνά δάση εκτός από μία όλοκληρη περιοχή στο Μεσοχώρι που έκαψε κάποιος αυστραλοπίθηκος, που έβαλε φωτιά να κάψει πριονίδια ενώ φυσούσαν άνεμοι 8 μποφορ. Το Μεσοχώρι και η Όλυμπος θυμίζουν τη παλιά Ελλάδα, η παραλία στα Κύματα τη νέα αφού, το μοναδικό χωματόδρομο ων 1500 μέτρων τον περνάνε νεάτερνταλ με 80 χιλιόμετρα την ώρα σηκώνοντας σύννεφο σκόνη που, ευτυχώς, κρύβει τα «ξενοδοχεία», που είναι αντίγραφα της προσωπικότητας των ιδιοκτητών. Ευτυχώς που υπάρχουν τα σπίτια, οι πεζούλες, τα ξωκλήσια και οι κρήνες των παλαιών και τα κτίσματα εκείνων που σέβονται ιστορία και παραδόσεις για να θυμίζουν ότι, κάποτε, σ’ αυτή τη χώρα κατοικούσαν και ευγενείς

 

Συγχωρέστε με τον ασεβή. Ξέχασα τα συγκροτήματα που συχνάζουν οι μεταπράτες. Χτισμένα όχι κοντά, αλλά πάνω στο κύμα από αρπακτικά σε συνεργασία με τοπικά λαμόγια, έχουν καταπατήσει παραλίες, γκρεμίσει αρχαίους οικισμούς και σοδομίσει την αισθητική. Σε κάποια από τις εξορμήσεις έκανα το λάθος να μείνω σε ένα από αυτά. Με υποδέχτηκε receptionist που, βλέποντας ότι έφτασα με ταξί αντί με Mercedes ML, με αντιμετώπισε όπως η Metropolitan Police τους πτωχούς. Για το εισαγόμενο βλίτο ήμουν ένα κοινωνικό τίποτα. Μου είπε πως το μόνο διαθέσιμο studio  κόστιζε €350 τη βραδιά με πρωινό. Είπα ναι αφ’ ενός γιατί ο προγραμματισμός είχε πάει κατά διαόλου κι αφ’ ετέρου γιατί η εποχή της σουλουμπάμιας παρήλθε οριστικά. Έμεινα στο «11» που σήμαινε ότι έπρεπε να διασχίσω δρομάκια με «τροπικά» φυτά, να περάσω «γιαπωνέζικα» γεφυράκια σε λιμνούλες με παραδείσια ψάρια, και σουίτες που διέθεταν ιδιωτικό χώρο πλατσουρίσματος.

 

Όταν έφτασα στο «δικό μου» έπαθα μία ψυχολογία. Η διακόσμηση ήταν κάτι ανάμεσα σε παρισινό μπορντέλο του 18ου αιώνα και διαμέρισμα (στο Παλαιό Ψυχικό) που μένει πλούσια κυρία απ’ τη Πόλη. Ο ένας τοίχος είχε εμφανείς πέτρες (σε στιλ παλιού μυκονιάτικου σπιτιού), στον άλλο φωτογραφίες του παππού και της γιαγιάς, στην άκρη μπρούτζινο κρεβάτι με κουνουπιέρα, τραπεζάκια φερ φορζέ και καναπέδες bamboo. Αισθάνθηκα σαν την μανταμ Ορτάνς αλλά ήταν α) πολύ αργά και β) ήμουν νεκρός στη κούραση. Η διακόσμηση «έδενε αρμονικά» με τη τραβεστί αισθητική του ιδιοκτήτη ή διακοσμητή του four star hotel, που άκουγε στο όνομα Bordello Blue ή Pink, δε θυμάμαι ακριβώς. Μη αντέχοντας άλλο κατέρρευσα -στα πουπουλένια μαξιλάρια. Το πρωί ζήτησα πρωινό στο δωμάτιο. Ήλθε μία χυμώδης βουλγάρα φέρνοντας ένα (κρύο) κρουασάν, βούτυρο και μέλι σε δαχτυλήθρα και καφέ που ήμουν σίγουρος ότι είχε φτιαχτεί και ξαναμαναφτιαχτεί για να προλάβουν τους εγχειρισμένους και τις εγχειρισμένες που έμεναν στο συγκεκριμένο μπουρδέλο. Το πρωί τα μάζεψα και έφυγα κι’ ορκίστηκα να κρατάω απόσταση ασφαλείας 2 χιλιομέτρων. Μετά  έκανα ένα δεύτερο, ακόμα μεγαλύτερο λάθος.

 

Πήγα στο Mykonos Bliah και αμέσως κατάλαβα ότι αντί ξενοδοχείο επέλεξα κλινική πλαστικής χειρουργικής αφού κανείς δεν είχε το πραγματικό του πρόσωπο, βυζί ή μύτη. Για κάποιο λόγο μου θύμισαν εγχειρισμένους (και εγχειρισμένες) pornostar. «Κατέβα για μπάνιο» είπαν οι φίλοι μου. Στην ολυμπιακών διαστάσεων πισίνα πλατσούριζαν και φωνασκούσαν κανακάρηδες και κανακάρισσες καναλαρχών, χρηματιστών, διαφημιστών, εισαγωγέων αυτοκινήτων και μοτοποδηλάτων, και λοιπών επιτυχημένων ενώ στις ξαπλώστρες λιάζονταν κυρίες με δείκτη προστασίας 30. Στο bar ο Νίκος Χατζηπαπάρας συζητούσε με τον Κολοσσό του Αμαρουσίου και ο Πρόεδρος Πασών των Ρωσιών (τρόπος του λέγειν) έκανε σχέδια για το επόμενο τουριστικό συγκρότημα στην ανατολική (εντελώς καταπατημένη) πλευρά του νησιού. Επειδή ένας πιλότος του 1ου Π.Π. δεν έχει θέση σε αυτό το καρκατσουλιό τα μάζεψα και έφυγα και από εκεί και κατάληξα στο σπίτι του εκπαιδευτή μου που με βρήκε να περιφέρομαι ως ράκος στο «νησί των ανέμων». 

 

Το καλοκαίρι τελείωσε στις 16 Αυγούστου όταν επισκέφτηκα παλιούς μου φίλους στις Σπέτσες, ένας εκ των οποίων μένει στο σκηνικό της ταινίας του Ζακ Τατί «Διακοπές του κ. Ιλό» που ακουει στο όνομα Πιτιούσα. Εκεί πληροφορήθηκα ότι το νησί δεν διαθέτει (ακόμα) σύστημα βιολογικού καθαρισμού, πετάει τα σκουπίδια του σε χωματερή σε κάποια χαράδρα, που όταν βρέχει στέλνει όλη τη βρώμα στη θάλασσα προφανώς για να χρησιμοποιηθεί σαν μαλακτικό για τις ευαίσθητες επιδερμίδες των πολύ «σικ» κυριών που πλατσουρίζουν στο γαρύφαλλο και στην Αγία Ειρήνη (ή Φωτεινή ή Σοφία, μεγάλη η χάρη τους αλλά δε τα πάω καλά με τους αγίους).

Εκεί έμαθα ακόμα ότι, βάσει ειδικής διάταξης-απόφασης-σκεπτικού της τοπικής, δημοτικής, νομαρχιακής αυτοδιοίκησης στις Σπέτσες απαγορεύεται η κυκλοφορία των ...ηλεκτροκίνητων οχημάτων αλλά επιτρέπεται στις «γουρούνες», στα τρίκυκλα και στα 4Χ4 των μελών της Ολυμπιακής Επιτροπής.

 

Η αιτία της απαγόρευσης των ηλεκτροκίνητων οχημάτων  πρέπει (σύμφωνα με το «σκεπτικό» της απόφασης) να αναζητηθεί στη προσπάθεια διαφύλαξης του τοπικού «χρώματος» του νησιού αλλά και στους στενούς δρόμους. Κάποιοι (σοβαροί) Σπετσιώτες μου είπαν ότι αυτά γίνονται επειδή, αν δε γίνουν, κινδυνεύει η εκλογή του ενός ή του άλλου κομματικού παράγοντα επειδή οι οικογένειες των τοπικών μεταφορικών συμφερόντων θα το ρίξουν «δαγκωτό» σε εκείνον που κάνει «στραβά μάτια» στις κραυγαλέες παρανομίες εκείνων που θέλουν να διώξουν και τον τελευταίο επισκέπτη απ’ το νησί.

Να μη ξεχάσω... Τα συγχαρητήριά μου στον κύριο με το «ιταλικό» στο Παλιό Λιμάνι. Εκατόν πενήντα ευρώ για δύο μακαρονάδες, δύο σαλάτες, ένα σνίτσελ και τρεις μπίρες είναι ότι πρέπει, την επόμενη φορά,  να κρατήσω απόσταση ασφαλείας τριών χιλιομέτρων.

 

 




      'Αλλα 'Αρθρα

 
     
  Σχεδίαση, Φιλοξενία: Τεχνόπολις Α.Ε. - © 2006-2008 Powered by