Εφημερίδες/Πρώτο Θέμα/2005
Chinook «ΕΣ916» ( 17-09-2006 )




Ένα χρόνο μετά

Στις 11η Σεπτεμβρίου 2004 το πανελλήνιο συγκλονίστηκε από την απώλεια του ελικοπτέρου CH-47D Chinook με νηολόγιο «EΣ916» που έπεσε στη διάρκεια πτήσης μεταφοράς επισήμων από την Αθήνα, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Στη θαλάσσια περιοχή της Σιθωνίας Χαλκιδικής έχασαν την ζωή τους 17 άνθρωποι, πλήρωμα και επιβάτες του μοιραίου ελικοπτέρου, ανάμεσά τους και ο μακαριστός Πατριάρχης Αλεξάνδρειας Πέτρος Ζ, που πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα.

 

Ένα χρόνο μετά, η διερεύνηση του δυστυχήματος έχει προχωρήσει ελάχιστα, αν δεν βρίσκεται ήδη σε αδιέξοδο.

 

Πέρα από την ίδια την απώλεια ανθρώπινων ζωών, η συντριβή αποκάλυψε τις πολλές αδυναμίες του συστήματος και ειδικότερα της χρήσης στρατιωτικών μέσων για την μεταφορά πολιτών, αλλά και τις διερεύνησης δυστυχημάτων στρατιωτικών αεροπορικών μέσων. Εάν το μοιραίο ελικόπτερο μετέφερε μόνον στρατιωτικούς, η υπόθεση θα είχε ακολουθήσει την πορεία που έχουν πάρει όλα τα προηγούμενα περιστατικά ατυχημάτων και δυστυχημάτων: η στρατιωτική επιτροπή διερεύνησης θα ολοκλήρωνε το έργο της και με την έκδοση του πορίσματος και την απόδοση τυχόν διοικητικών ευθυνών, το τελευταίο θα χαρακτηριζόταν απόρρητο και θα έμπαινε στο αρχείο. Η δημοσιοποίηση στοιχείων του θα περιοριζόταν σε μια γενικόλογη παράγραφο για τα αίτια του περιστατικού.

 

Όμως, ο θάνατος πολιτών ανάγκασε τον εισαγγελέα του στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, Ζήση Γερασόπουλο που ανέλαβε την υπόθεση να προχωρήσει σε, πρωτοφανή για τα ελληνικά χρονικά, μέτρα στο χειρισμό της υπόθεσης. Μετά την ανάσυρση  μεγάλου μέρους των συντριμμιών του ελικοπτέρου τον περασμένο Νοέμβριο –ένας πραγματικός άθλος διότι έγινε από μεγάλο βάθος και ολοκληρώθηκε από ελληνικούς φορείς με ελάχιστο κόστος σε σχέση με τις εξωφρενικές απαιτήσεις ξένων εταιριών- ξεκίνησε και η ουσιαστική φάση της διερεύνησης, από δύο επιτροπές, μια στρατιωτική και μια εισαγγελική που αποτελείται κυρίως από πολίτες αλλά και στρατιωτικούς.

 

Οι διερευνήσεις αεροπορικών περιστατικών τόσο στην πολιτική όσοι την στρατιωτική αεροπορία έχουν σαν κύρια αποστολή την αποκάλυψη των αιτίων που οδήγησαν στο ατύχημα-δυστύχημα ώστε να ληφθούν μέτρα που θα προλάβουν την επανάληψή τους. Η απόδοση ποινικών και αστικών ευθυνών, από την οποία απορρέουν και τυχόν αποζημιώσεις, αποτελεί δευτερεύον μέλημα και ακολουθεί την εύρεση των αιτίων. Αποτελεί μάλιστα διεθνή πρακτική, η διερεύνηση των αιτίων να μην συμβαδίζει με εκείνη της επισήμανσης τυχόν υπαιτίων, διότι πολλές φορές παρεμποδίζεται η διεξαγωγή της πρώτης. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι στην διερεύνηση περιστατικών της πολιτικής αεροπορίας, που γίνεται σε συγκεκριμένα πλαίσια (Annex 13 ICAO), οι εισαγγελικές ή άλλες επιτροπές απόδοσης ευθυνών δεν μπορούν να αποτελέσουν ποτέ μέρος της έρευνας, που έχει σαν στόχο την προώθηση της ασφάλειας πτήσεων και μόνο. Αυτό που συμβαίνει συνήθως σε όλο το κόσμο είναι ότι, με την ολοκλήρωση του πορίσματος της επιτροπής διερεύνησης, ένα μέρος των στοιχείων που έχουν συλλεγεί (εξαιρούνται π.χ καταθέσεις που έχουν γίνει στα πλαίσια της έρευνας) μπορούν να γίνουν διαθέσιμα σε τρίτους, συμπεριλαμβανομένων και των εισαγγελικών αρχών για τις περαιτέρω ενέργειες.

 

Στην περίπτωση του «EΣ916» υπάρχει μια σειρά άλλων χαρακτηριστικών που κάνει την υπόθεση εξαιρετικά ιδιαίτερη. Το CH-47D, αποτελεί στρατιωτικό υλικό, ο χειρισμός του οποίου διέπεται από περιορισμούς που καθορίζονται με απόλυτη σαφήνεια από την σύμβαση πώλησης και που περιλαμβάνουν και την διερεύνηση ατυχημάτων-δυστυχημάτων. Έτσι, στα πλαίσια της διακρατικής συμφωνίας με τα οποία αγοράστηκαν τα ελικόπτερα, ο Αμερικανικός Στρατός εκτός από την καλή υλοποίηση της συμφωνίας αγοράς, αναλαμβάνει και την παροχή τεχνικής υποστήριξης μέρος της οποίας αποτελούν και διερευνήσεις περιστατικών ατυχημάτων-δυστυχημάτων. Η ανάμιξη τρίτου μέρους, χωρίς την ρητή άδεια των ΗΠΑ αποτελεί παραβίαση των συμφωνιών αγοράς αλλά και άλλων περί «μη μεταφοράς στρατιωτικής τεχνολογίας» που υφίστανται ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ και προβλέπουν βαριές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης.

 

Οι δυνατότητες τα συντρίμμια να αναλυθούν σε ελληνικά εργαστήρια  διερευνήθηκαν τον περασμένο Φεβρουάριο, και κατέληξαν άκαρπες αφού δεν υπάρχει εξουσιοδοτημένος τεχνικός φορέας στην χώρα μας για τον τύπο του ελικοπτέρου. Αυτό σημαίνει ότι η διερεύνηση του δυστυχήματος στις ΗΠΑ αποτελούσε (και αποτελεί) μονόδρομο.

 

Από τον περασμένο Μάρτιο ξεκίνησε ένας μαραθώνιος διαπραγματεύσεων με την αμερικανική πλευρά για την μετάβαση των δύο επιτροπών καθώς και των ευρημάτων στις ΗΠΑ για την συνέχιση της διαδικασίας.  Η προσπάθεια  προσέκρουσε στην αμερικανική γραφειοκρατία, στη διοικητική δυσκαμψία αλλά και στην απροθυμία ορισμένων φορέων (εταιρίες κατασκευής  υποσυστημάτων) να συνεργαστούν, αλλά και σε ασυνεννοησία και έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στους δύο ελληνικούς φορείς (ΓΕΣ  και Εισαγγελία Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης) που προωθούσαν το θέμα. Κύριο εμπόδιο όμως, όπως φάνηκε στη συνέχεια, ήταν η αμερικανική άρνηση τόσο από πλευράς του Αμερικανικού Στρατού σαν συντονιστή, όσο και κατασκευαστριών εταιριών σαν εντολοδόχων του να δεχθούν την εισαγγελική επιτροπή στα πλαίσια της δικαστικής έρευνας. Δεν υπήρχαν αντιρρήσεις να γίνει δεκτή η στρατιωτική επιτροπή που ερευνούσε στα πλαίσια της ασφάλειας πτήσεων.

 

Οι καθυστερήσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και κάτω από την πίεση τους ο εισαγγελέας Γερασόπουλος, έχοντας εξαντλήσει τα νόμιμα χρονικά περιθώρια, άσκησε την 1η Ιουνίου ποινική δίωξη «κατ’ αγνώστων στρατιωτικών», βασιζόμενος κυρίως στις καταθέσεις της διαχείρισης της πτήσης προ και μετά το συμβάν. Έτσι η υπόθεση πέρασε πλέον σε τακτική ανάκριση υπό τον ανακριτή του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης Θεόδωρο Παπακώστα.

 

Σημείο καμπής στην υπόθεση αποτέλεσε η αποστολή, στις 15 Ιουλίου, επιλεγμένων τμημάτων του ελικοπτέρου στις ΗΠΑ για περαιτέρω εργαστηριακή έρευνα και ενώ εκκρεμούσε η αποδοχή της εισαγγελικής (ήδη πλέον ανακριτικής) επιτροπής από την αμερικανική πλευρά σαν μέρος της διερεύνησης.

 

Η κατάσταση σήμερα, ένα χρόνο μετά το τραγικό περιστατικό παραμένει στάσιμη. Τα συντρίμμια, στα οποία πιθανότατα κρύβεται και η αιτία της πτώσης (ελλείψει μάλιστα καταγραφέων πτήσης-φωνής) παραμένουν μέχρι σήμερα κλειδωμένα σε αποθήκη ιδιωτικής εταιρίας φύλαξης στις ΗΠΑ, εν αναμονή εξελίξεων. Βρίσκονται όμως πάντα δεσμευμένα από τον ανακριτή και επικεφαλής πλέον της υπόθεσης.

 

Η αμερικανική πλευρά, αν και εκκρεμεί η τελεσίδικη απόφασή της, έχει πρακτικά αρνηθεί να δεχθεί την δικαστική επιτροπή και αποδέχεται μόνο την στρατιωτική.  Η παραπάνω δέσμευση όμως των συντριμμιών παρεμποδίζει πρακτικά την τελευταία στο έργο της.

Έτσι τα σενάρια που ανοίγονται για να μάθουμε γιατί έπεσε το «Σινούκ» αλλά και για την επιβολή των ευθυνών για τον θάνατο 17 ανθρώπων δεν είναι αισιόδοξα.

 

Εάν συνεχιστεί η επιμονή για την συμμετοχή τόσο της στρατιωτικής όσο και της ανακριτικής ερευνητικής επιτροπής στην διαδικασία, η αμερικανική άρνηση να αποδεχθεί την δεύτερη, οδηγεί την όλη υπόθεση σε αδιέξοδο. Υπάρχει μάλιστα ενδεχόμενο να αποσυρθεί εντελώς η αμερικανική προσφορά τεχνικής συνδρομής και τα συντρίμμια να επιστρέψουν στην Ελλάδα χωρίς να διερευνηθούν.

 

Ακόμη όμως και εάν η ανακριτική αρχή υποχωρήσει και, αποδεσμεύοντας τα συντρίμμια, επιτρέψει στην στρατιωτική διερευνητική επιτροπή να εκτελέσει το έργο της, πάλι τα πράγματα δεν είναι αισιόδοξα. Όπως προαναφέρθηκε, το πόρισμα της τελευταίας σύμφωνα με στρατιωτικό κανονισμό θα χαρακτηριστεί αυτομάτως μετά την έκδοσή του απόρρητο (ακόμη και για τον ανακριτή και τον εισαγγελέα). Έτσι, αυτό που θα μάθουμε πιθανότατα θα περιορίζεται στις  λίγες συνήθεις τυπικές γραμμές: «η πτώση του ελικοπτέρου οφείλεται σε τεχνικό πρόβλημα», αποκλείοντας έτσι την οικονομική αποζημίωση των συγγενών των θυμάτων της τραγωδίας.

 

Συμπλήρωμα βέβαια σε όλα τα παραπάνω έρχεται και η πρόσφατη  αντικατάσταση του εισαγγελέα και του ανακριτού στην υπόθεση (με θητεία μόλις δύο μηνών σε αυτή) χωρίς άλλη εξήγηση από νέα πρόσωπα, που για την ενημέρωσή τους και μόνο θα απαιτηθεί επιπλέον χρόνος με αποτέλεσμα την επιμήκυνση των καθυστερήσεων.

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μερικά σημαντικά συντρίμμια παραμένουν ακόμη στον βυθό, ενώ σχετικό αίτημα για την ανάσυρσή τους σκόνταφτε μέχρι και πρόσφατα στην έγκριση των σχετικών πιστώσεων.

Από όλα τα παραπάνω είναι φανερό ότι η στιγμή των αποφάσεων έχει φτάσει αν δεν έχει παρέλθει ήδη. Η υπόθεση του «Σινούκ» αποκάλυψε πέρα από κάθε αμφιβολία την αδυναμία και την ένδεια του συστήματος διερεύνησης στρατιωτικών αεροπορικών περιστατικών και την αναχρονιστική και παράλογη εμμονή του χαρακτηρισμού στο σύνολό τους και χωρίς καμιά διάκριση σαν απόρρητα. Το μεγαλύτερο ίσως στρατιωτικό δυστύχημα της συντριβής ενός C-130H στο όρος Όθρυς με την απώλεια 59 ζωών παραμένει μέχρι σήμερα απόρρητο.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες αεροπορίες, ανάμεσά τους και αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών δημοσιοποιούν και μάλιστα στο διαδίκτυο τα πορίσματα των αεροπορικών περιστατικών, αφαιρώντας βέβαια όσο στοιχεία άπτονται της εθνικής τους ασφάλειας.

 

Το δυστύχημα του Γιάκοφλεφ στα Πιέρια όρη τον Δεκέμβριο του 1997 αποτέλεσε το σημείο καμπής για να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να κλείσει η μαύρη τρύπα στην διερεύνηση αεροπορικών περιστατικών στην πολιτική αεροπορία στη χώρα μας με την εδραίωση της αντίστοιχης ανεξάρτητης αρχής. Μήπως δεν πρέπει να περιμένουμε το επόμενο περιστατικό στην στρατιωτική αεροπορία (ΠΑ, Στρατός, Ναυτικό) για να κάνουμε και εδώ τις βαθιές τομές;

 

Στο μεταξύ τα θύματα του «ΕΣ916» ένα χρόνο μετά το τραγικό περιστατικό ζητούν δικαίωση.

 

Έρευνα: Φαίδων Καραϊωσηφίδης




      'Αλλα 'Αρθρα

 
     
  Σχεδίαση, Φιλοξενία: Τεχνόπολις Α.Ε. - © 2006-2008 Powered by